Английский
Арабский
Африкаанс
Баскский
Бенгальский
Болгарский
Венгерский
Вьетнамский
Галисийский
Голландский
Греческий
Гуджарати
Датский
Иврит
Индонезийский
Исландский
Испанский
Итальянский
Каннада
Каталонский
Китайский (Традиционный)
Корейский
Латышский
Литовский
Малайский
Малаялам
Маратхи
Немецкий
Норвежский
Польский
Португальский
Румынский
Русский
Сербский
Словацкий
Тайский
Тамильский
Телугу
Турецкий
Украинский
Филиппинский
Финский
Французский
Хинди
Чешский
Шведский
Японский
Домой
О KakZvuchit.ru
Контакты
Домой
>
Как звучат слова на греческом языке
>
Страница 36
Произношение Слов на Греческом Языке. Страница 36
καπιτονέ σακάκι
Καπνιζεις?
καπνίζω
κάπνισμα
καπνιστής
καπνιστό
καπνιστό γκρι
καπνιστό ψάρι
καπνοδοχοκαθαριστής
καπνός
καπνώδης
κάποια μέρα
κάποιος
κάποιου
κάπου
καπούλια
καπουτσίνο
καπρίτσιο
κάπρος
κάπως
Κάρα
Καραϊβική
καρακάξα
Καράκας
καραμέλα
καραμέλλα
καραμπίνα
καραντίνα
καρατέ
καράτι
καρατομώ
καράφα
καρβίδιο
κάρβουνο
κάργια
κάρδαμο
καρδάρα
καρδιά
καρδιαγγειακά
καρδιακή ισχαιμία
καρδινάλια
καρδινάλιος
καρδιογράφημα
καρδιολόγος
καρέκλα
καριέρα
καριερίστας
καρικατούρα
καρίκωμα
καρκινογόνο
καρκίνος
καρκινώδης
κάρμα
καρμανιόλα
καρμπυρατέρ
καρναβάλι
κάρο
καρό ύφασμα
καρότο
καροτσάκι
καρποειδής
καρπός
ΚΑΡΠΟΣ του ΧΕΡΙΟΥ
καρπούζι
καρποφόρος
καρτ
καρτ ποστάλ
κάρτα
κάρτα επιβίβασης
κάρτα κατοίκου
κάρτα μνήμης
κάρτα τράπεζας
καρτινγκ
καρύδα
Καρύδι
καρυδιά
καρύκευμα
καρφάκι
καρφί
καρφίτσα
καρφώστε
καρχαρίας
κασέτα
κασκαντέρ
κασκόλ
κασμίρ παλτό
κασμίρι
κασσίτερος
καστανά μαλλιά
καστανά μάτια
κάστανο
καστανός
κάστορας
καστόρι
κάστρο
κατά
κατά γράμμα
κατα δευτερον
κατά κανόνα
κατά λάθος
κατά λέξει
κατά μήκος
κατά προσέγγιση
κατά συνήθεια
κατά συνήθεια απουσία
κατα συρροη
κατά τη γνώμη μου
καταβάλλω
κατάβαση
καταβεβλημένος
καταβροχθίζω
καταγγείλει τη σύμβαση
καταγγελία
κάταγμα
καταγραφή εμπορευμάτων
καταδικάζω
καταδικασμένος
καταδίκη
καταδίκη σε θάνατο
κατάδικος
καταδιωκόμενοι
καταδιώκω
καταδίωξη
καταδρομικό
καταδύσεις
κατάδυση
καταζητούμενος
κατάθεση
καταθέτω
καταθλιπτικό
καταθλιπτικός
κατάθλιψη
καταιγίδα
καταιγίδα δέκα πόντων
κατακάθημαι
κατακερματισμένη
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακόρυφος
κατακρήμνιση
κατακριτέος
κατάκτηση
κατακτητής
κατακτώ
κατακτώ τον κόσμο
καταλαβαίνουν
καταλαβαίνω
καταλαβαίνω απόλυτα
καταλάβουν τη χώρα
καταλάβουν την εξουσία
καταλάβω
καταλαγιάζω
Καταλανικά
καταλήγω
καταλήξει
κατάληξη
καταληπτός
κατάλληλη στιγμή
κατάλληλος
κατάλογος
κατάλυμα
καταλύτης
κατάμαυρο
καταναγκασμός
καταναλώνω
κατανάλωση
καταναλωτής
κατανόηση
κατανοητό
κατανοητός
κατανοώ
καταπατημένος
καταπάτηση
καταπατούν
καταπέλτης
καταπιέζω
καταπιεί
καταπίεση
καταπληκτική επιτυχία
καταπληκτικός
καταπληκτικώς
κατάπληξη
καταπλήσσω
κατάπνιξη
κατάπτωση
Κατάρ
κατάρα
καταργήσει τα γονικά δικαιώματα
καταργήστε με
καταργώ
καταρράκτης
καταρρέουν
κατάρρευση
καταρρέω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρτι
καταρτίστηκε
κατάσβεση
κατασκευάσει
previous
32
33
34
35
36
37
38
39
40
next